Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χριστιανοσύνη η [xristxanosíni & xrist(ia)nosíni] Ο30 : 1.το σύνολο των οπαδών της χριστιανικής θρησκείας: Tο Πάσχα είναι μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης. 2. (σπάν.) η ιδιότητα του χριστιανού.
[μσν. Χριστιανωσύνη < Χριστιαν(ός) -ωσύνη (ορθογρ. κατά το επίθημα -οσύνη)]