Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χριστεπώνυμος -η -ο [xristepónimos] Ε5 : χριστιανικός, συνήθ. στην εκκλησιαστική έκφραση το χριστεπώνυμο πλήρωμα, το σύνολο των χριστιανών: Tο χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας / του ναού.
[λόγ. < μσν. Χριστεπώνυμος < Χριστ(ός) + επώνυμος]