Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χούφτα
2 εγγραφές [1 - 2]
χούφτα η [xúfta] Ο25 : I1.η κοιλότητα που σχηματίζεται από την παλάμη και τα μισόκλειστα δάχτυλα: Γέμισε τις χούφτες του με χώμα. Έσφιξε στη ~ του το νόμισμα. Ήπιε νερό με τις χούφτες. 2. ποσότητα που μπορεί να χωρέσει μια χούφτα: Δώσε μου μια ~ αλάτι. || (έκφρ.) μια ~, για πολύ μικρό αριθμό ή μικρή ποσότητα: Πολέμησαν ηρωικά μια ~ άνθρωποι. Πούλησε το κτήμα για μια ~ σιτάρι. με τις χούφτες, για πολύ μεγάλη ποσότητα, για αφθονία: Ξοδεύει τα λεφτά με τις χούφτες. II. χωνευτή χειρολαβή σε έπιπλα, πόρτες, παράθυρα κτλ. χουφτίτσα η YΠΟKΟΡ.

[< φούχτα με αντιμεταθ. [f-x > x-f] · χούφτ(α) -ίτσα]

χούφταλο το [xúftalo] Ο41 : (οικ.) μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ γέρου, αδύνατου, ζαρωμένου και κυρτού· σάψαλο.

[χούφτ(α) -αλο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες