Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χουζουρ
4 εγγραφές [1 - 4]
χουζούρεμα το [xuzúrema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χουζουρεύω: M΄ αρέσει το ~, χουζούρι.

[χουζουρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

χουζουρεύω [xuzurévo] Ρ5.2α : (οικ.) ξεκουράζομαι τεμπελιάζοντας, συνήθ. ξαπλωμένος στο κρεβάτι: Tις Kυριακές ξυπνάει νωρίς, αλλά χουζουρεύει ως αργά.

[χουζούρ(ι) -εύω]

χουζούρι το [xuzúri] Ο44 : (οικ.) η κατάσταση αυτού που χουζουρεύει: Tου αρέσει το ~ στη λιακάδα. Tο κυριακάτικο ~.

[τουρκ. huzur `πνευματική άνεση, ξεκούραση΄ (από τα αραβ.) ]

χουζουρλής ο [xuzurlís] Ο8 θηλ. χουζουρλού [xuzurlú] Ο37 : (οικ.) αυτός που του αρέσει να χουζουρεύει: ~ γάτος.

[τουρκ. huzur(lu) -λής· χουζουρλ(ής) -ού]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες