Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χλευάζω
1 εγγραφή
χλευάζω [xlevázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) κοροϊδεύω κπ. ή κτ., συνήθ. δημόσια, με τρόπο υβριστικό, περιφρονητικό και θορυβώδη· (πρβ. σαρκάζω): Ο όχλος χλεύαζε το Xριστό στην πορεία του προς το Γολγοθά. Xλευάστη κε από τους αντιπάλους του. Xλευάζουν τη θρησκεία. || περιφρονώ κτ. επιδεικτικά: Xλευάζει κάθε νεωτεριστική αντίληψη.

[λόγ. < αρχ. χλευάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες