Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιονιά
2 εγγραφές [1 - 2]
χιονιά η [xoá] Ο24 : 1.χιονιάς. 2. μπάλα από χιόνι: Tα παιδιά παίζουν χιονιές, χιονοπόλεμο.

[χιόν(ι) -ιά]

χιονιάς ο [xoás] Ο1 : καιρός πολύ κρύος με χιόνι ή που προμηνύει χιόνι: Ο φοβερός ~ παρέλυσε τη ζωή της πόλης. Ο καιρός γύρισε σε χιονιά.

[χιονι(ά) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες