Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρμολύπη
1 εγγραφή
χαρμολύπη η [xarmolípi] Ο30 : (λογοτ.) ανάμεικτο συναίσθημα χαράς και λύπης.

[λόγ. < μσν. χαρμολύπη < χάρμ(α) -ο- + λύπη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες