Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαρμανι
3 εγγραφές [1 - 3]
χαρμάνι το [xarmáni] Ο44 : I1α.μείγμα από διάφορες ποικιλίες ή ποιότητες καπνού για τσιγάρα: Tσιγάρα με βαρύ ~. || (επέκτ.): ~ από καφέδες / από τσάγια. β. μείγμα ασβέστη, τσιμέντου, άμμου και νερού για την παρασκευή κονιάματος ή σκυροκονιάματος. 2. (μτφ., οικ.) ανακάτωμα, συνονθύλευμα: ~ από θεωρίες. II. ΦΡ (λαϊκ.) είμαι ~ για κτ., επιθυμώ πολύ κτ., κυρίως για ναρκωτική ουσία, τσιγάρο κτλ.: Είμαι ~ για τσιγάρο.

[τουρκ. harman (στη σημ. I1α)]

χαρμανιάζω [xarmanázo] Ρ2.1α : (λαϊκ.) επιθυμώ κτ. πάρα πολύ, είμαι χαρμάνι για κτ. (που μου λείπει).

[χαρμάν(ι) -ιάζω]

χαρμάνιασμα το [xarmánazma] Ο49 : (λαϊκ.) το αποτέλεσμα του χαρμανιάζω.

[χαρμανιασ- (χαρμανιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες