Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλιφάτο
1 εγγραφή
χαλιφάτο το [xalifáto] Ο39 : 1.το αξίωμα και η εξουσία του χαλίφη. 2. κράτος που το κυβερνούσε χαλίφης.

[λόγ. < ιταλ. califfato (δες χαλίφης)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες