Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χαλίκωση
1 εγγραφή
χαλίκωση η [xalíkosi] Ο33 : (ιατρ.) είδος πνευμονοκονίασης από την οποία προσβάλλονται οι λατόμοι.

[λόγ. < νλατ. chalicosis < αρχ. χαλικ- (χάλιξ δες στο χαλίκι) -osis = -ωσις > -ωση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες