Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χέστης ο [xéstis] Ο11 θηλ. χέστρα [xéstra] Ο25α : (προφ., οικ.) 1. αυτός που πάει συχνά για αφόδευση. 2. (μτφ.) άνθρωπος πολύ δειλός· χεζάς.
[χεσ- (χέζω) -της· χέσ(της) -τρα]
- χέστρα η [xéstra] Ο25α : (προφ., λαϊκ.) εξάρτημα του χώρου της τουαλέτας προσαρμοσμένο μόνιμα στο έδαφος, που χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών του ανθρώπου· λεκάνη.
[χεσ- (χέζω) -τρα]