Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωτογραφώ
1 εγγραφή
φωτογραφίζω [fotoγrafízo] -ομαι Ρ2.1 & φωτογραφώ [fotoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : 1. παίρνω, βγάζω φωτογραφίες, εικόνες αντικειμένων με φωτογραφική μηχανή, απεικονίζω σε φωτογραφία: Tου αρέσει να φωτογραφίζει τα ηλιοβασιλέματα. Επιδιώκει να φωτογραφίζεται δίπλα σε διασημότητες. 2. (μτφ.) περιγράφω, προσδιορίζω κπ. ή κτ. με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο: Tο επικριτικό σχόλιο της εφημερίδας φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπουργό.

[λόγ. φωτογραφ(ία) -ίζω μτφρδ. γαλλ. photographier < photographie = φωτογραφία· λόγ. φωτογραφ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. φωτογραφισ-]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες