Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φωτογραφία η [fotoγrafía] Ο25 : 1. μέθοδος, τεχνική με την οποία αποτυπώνεται μόνιμα μια εικόνα (αντικειμένου, προσώπου, χώρου κτλ.) επάνω σε μια φωτοευπαθή επιφάνεια (χαρτί, φιλμ, πλάκα κτλ.): Mαθήμα τα / σπουδές φωτογραφίας. H εξέλιξη της φωτογραφίας τα τελευταία χρόνια ήταν αλματώδης. || H ταινία πήρε το πρώτο βραβείο φωτογραφίας. 2. η εικόνα που παράγεται με την παραπάνω μέθοδο: Έγχρωμη / ασπρόμαυρη / ξεθωριασμένη ~. Kαλλιτεχνική ~. Έκθεση φωτογραφίας. Λήψη / εμφάνιση / εκτύπωση μιας φωτογραφίας. Παίρνω / βγάζω φωτογραφίες. Ξεφύλλιζε ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες. Οι εφημερίδες δημοσιεύουν τη ~ του δράστη / του θύματος. Ο δορυφόρος έστειλε καθαρές φωτογραφίες του πλανήτη Δία. || Για να τον προσλάβουν πρόσθεσαν στο νόμο μια διάταξη ~, μια διάταξη με τέτοιες προδιαγραφές ή προσόντα, που περιγράφουν (παράτυπα) ένα κυρίως πρόσωπο.
[λόγ. < γαλλ. photographie < photo- = φωτο- 2 + -graphie = -γραφία]