Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φωκια
1 εγγραφή
φώκια η [fóka] Ο25α : 1. μεγαλόσωμο αμφίβιο, σαρκοφάγο θηλαστικό με ατρακτοειδές σώμα, με κοντό και γυαλιστερό τρίχωμα γκρίζου χρώματος και με άκρα διαμορφωμένα σε πτερύγια, που ζει στην ξηρά και στη θάλασσα: Aπαγορεύτηκε το κυνήγι της νεαρής φώκιας. 2. (μτφ., κυρ. υβρ.) για κοντόχοντρη, δυσκίνητη, άσκημη (και συχνά κακιά, αντιπαθή) γυναίκα: Ήρθε πάλι η ~ η πεθερά σου.

[μεταπλ. του αρχ. φώκη με βάση τον πληθ. φῶκαι > μσν. φώκες και νέος εν. φώκια (πρβ. τοπων. Φώκες, η αρχ. Φώκαια που συσχετιζόταν με τη φώκια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες