Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσιοθεραπεία η [fisioθerapía] & φυσικοθεραπεία η [fisikoθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος για ορισμένες ασθένειες ή κακώσεις, που βασίζεται σε φυσικά μέσα και γνώσεις (νερό, θερμότητα, φως, ηλεκτρισμό, αέρα κτλ.): Kάνω ~ για το αυχενικό μου σύνδρομο. || (προφ.) καθεμιά από τις επισκέψεις σε φυσιοθεραπευτή: Ο γιατρός μού έγραψε δέκα φυσιοθεραπείες.
[λόγ. < γαλλ. physiothérapie & αγγλ. physiotherapy < physio- = φυσιο- + -thérapie, -therapy = -θεραπεία· φυσικο-: κατά το φυσικόςI2]
- φυσιοθεραπευτής ο [fisioθerapeftís] & φυσικοθεραπευτής ο [fisikoθera peftís] Ο7 θηλ. φυσιοθεραπεύτρια [fisioθerapéftria] & φυσικοθεραπεύτρια [fisikoθerapéftria] Ο27 : ειδικός που (με οδηγίες γιατρού) εφαρμόζει θεραπευτική αγωγή με τα μέσα της φυσιοθεραπείας: Πήγα για μασάζ σε φυσιοθεραπευτή. Διπλωματούχος ~.
[λόγ. φυσιο(θεραπεία) + θεραπευτής μτφρδ. αγγλ. physiotherapist (< physiotherapy = φυσιοθεραπεία)· φυσικο-: λόγ. κατά το φυσικοθεραπεία· λόγ. φυσιοθεραπευ(τής), φυσικοθεραπευ(τής) -τρια]
- φυσιοθεραπευτικός -ή -ό [fisioθerapeftikós] & φυσικοθεραπευτικός -ή -ό [fisikoθerapeftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσιοθεραπεία ή στο φυσιοθεραπευτή: Φυσιοθεραπευτικές μέθοδοι / αγωγές.
[λόγ. φυσιοθεραπευτ(ής), φυσικοθεραπευτ(ής) -ικός]