Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φυσιογνωσία η [fisioγnosía] Ο25 : 1. το σύνολο των φυσικών επιστημών που μελετούν τα φυσικά σώματα και τις μεταβολές της ύλης. 2. η βιολογία.
[λόγ. φυσιο- + -γνωσία μτφρδ. γερμ. Naturkunde]
- φυσιογνώστης ο [fisioγnóstis] Ο10 θηλ. φυσιογνώστρια [fisioγnóstria] Ο27 : επιστήμονας που ασχολείται με τη φυσιογνωσία. || καθηγητής της φυσιογνωσίας.
[λόγ. φυσιο(γνωσία) -γνώστης· λόγ. φυσιογνώσ(της) -τρια]
- φυσιογνωστικός -ή -ό [fisioγnostikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσιογνωσία: Φυσιογνωστικά όργανα / μαθήματα. 2. (ως ουσ.) α. τα φυσιογνωστικά, επιστήμες που ασχολούνται με τη μελέτη των φυσικών όντων. β. το φυσιογνωστικό, τμήμα που υπήρχε παλαιότερα στη φυσικομαθηματική σχολή.
[λόγ. φυσιογνώστ(ης) -ικός]