Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυματίωση
1 εγγραφή
φυματίωση η [fimatíosi] Ο33 : λοιμώδης και μεταδοτική ασθένεια ανθρώπων και ζώων, που οφείλεται σε βακτηρίδιο και προσβάλλει διάφορα όργανα· φθίση: Πνευμονική ~. ~ οστών / εντέρων / λεμφαδένων / νεφρών. Προσβλήθηκε / αρρώστησε / πέθανε από ~.

[λόγ. φυμάτι(ον) -ωσις > -ωση μτφρδ. γαλλ. tuberculose]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες