Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυγόμαχος
1 εγγραφή
φυγόμαχος -η -ο [fiγómaxos] Ε5 : που αποφεύγει τη μάχη, τον αγώνα και γενικότερα κάθε προσπάθεια που εμπεριέχει σύγκρουση με πρόσωπα ή με πράγματα, με καταστάσεις κτλ.

[λόγ. < αρχ. φυγόμαχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες