Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φυγόδικος
1 εγγραφή
φυγόδικος ο [fiγóδikos] Ο20α θηλ. φυγόδικη [fiγóδii] Ο32 : (νομ.) αυτός που αποφεύγει να δικαστεί, που σκόπιμα δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο κατά τη μέρα και την ώρα της δίκης του.

[λόγ. < ελνστ. φυγόδικος· λόγ. φυγόδικ(ος) -η]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες