Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φτωχομάνα
1 εγγραφή
φτωχομάνα η [ftoxomána] Ο25α : (για πόλεις, περιοχές κτλ.) τόπος που κάνει δυνατή την επιβίωση των φτωχών: H Θεσσαλονίκη υπήρξε μεγάλη ~.

[φτωχο- + μάνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες