Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρουμάζω
1 εγγραφή
φρουμάζω [frumázo] Ρ2.2α μππ. φρουμασμένος : (λαϊκότρ.) ξεφυσώ αέρα με τα ρουθούνια (κυρ. για άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια).

[ελνστ. φριμ(ῶ), αρχ. φριμάσσομαι (ηχομιμ.) ( [i > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ) μεταπλ. -άζω με βάση το συνοπτ. θ. φριμαξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες