Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φροντίδα
1 εγγραφή
φροντίδα η [frondíδa] Ο26 : 1. η (συστηματική, συνεχής) απασχόληση, η αφιέρωση της σκέψης ή και της δραστηριότητας από ενδιαφέρον, αγάπη, έγνοια για κπ. ή για κτ.: ~ για την υγεία / για την οικογένεια / για το παιδί. H έκδοση του βιβλίου έγινε με ~ και επιμέλεια. 2. προσπάθεια, επιδίωξη: Kαταβλήθηκαν φροντίδες, ώστε να υπάρξει επάρκεια αγαθών στην αγορά. 3. (συνήθ. πληθ.) σκοτούρες, έγνοιες: Έχω / με απασχολούν πολλές φροντίδες.

[μσν. φροντίδα < αρχ. φροντίς, αιτ. -ίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες