Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρενίτιδα
1 εγγραφή
φρενίτιδα η [frenítiδa] Ο28 : έντονη συναισθηματική εκδήλωση, πολύ μεγάλος ενθουσιασμός, παραλήρημα: H εμφάνιση του ροκ συγκροτήματος στη σκηνή προκάλεσε ~ ενθουσιασμού.

[λόγ. < αρχ. φρενῖτις, αιτ. -ιδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες