Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρέον
1 εγγραφή
φρέον το [fréοn] Ο (άκλ.) : (χημ.) αέριο που υγροποιείται εύκολα και χρησιμοποιείται κυρίως στην ψυκτική βιομηχανία αλλά και ως καύσιμο μηχανών εσωτερικής καύσης.

[λόγ. < αγγλ. Freon σήμα κατατ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες