Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φρένο
6 εγγραφές [1 - 6]
φρένο το [fréno] Ο39 : (πρβ. τροχοπέδη) 1. μηχανισμός που επιβραδύνει ή σταματάει μια κίνηση (οχήματος, τροχού κτλ.), που ελαττώνει ή μηδενίζει την ταχύτητα κινούμενου αντικειμένου: Δίσκοι / τακάκια / ντίζες / υγρά φρένων. Yδραυλικά / αυτόματα φρένα. Πατώ (το) ~, φρενάρω. Πατώ το πεντάλ του φρένου. Δεν πιάνουν / χαλούν / κολλούν τα φρένα, δε λειτουργούν. Πριν από τη στροφή, πάτα ~ για να ελαττώσεις ταχύτη τα. Έπεσε πάνω στα φρένα αλλά δεν κατάφερε ν΄ αποφύγει τη σύγκρου ση, φρέναρε με όλη του τη δύναμη. Aκούστηκε ένα δυνατό στρίγκλισμα φρένων. 2. (μτφ.) κυρίως στις εκφράσεις βάζω ~, επιβραδύνω ή σταματώ την εξέλιξη, το προχώρημα μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης ή την εξάπλωση, τη διάδοση ενός φαινομένου: Προσπαθούν να βάλουν ~ στην ανάπτυξη του συνδικαλισμού. μπαίνει ~, επιβραδύνεται ή σταματάει η εξέλιξη, το προχώρημα μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης ή η εξάπλω ση, η διάδοση ενός φαινομένου: Πρέπει να μπει ~ στα ναρκωτικά / στην ασυδοσία / στις σπατάλες / στον κατήφορο της οικονομίας.

[ιταλ. freno]

φρενοβλάβεια η [frenovlávia] Ο27 : η κατάσταση, η πάθηση του φρενοβλαβούς.

[λόγ. < ελνστ. φρενοβλάβεια]

φρενοβλαβής -ής -ές [frenovlavís] Ε10 : που πάσχει από διαταραχή της διανοητικής λειτουργίας: Φρενοβλαβή άτομα. || (συνήθ. ως ουσ.) ο φρενοβλαβής, θηλ. φρενοβλαβής: Οι έγκλειστοι φρενοβλαβείς.

[λόγ. < αρχ. φρενοβλαβής]

φρενοκομείο το [frenokomío] Ο39 : το ψυχιατρείο, το τρελοκομείο.

[λόγ. φρέν(ες) -ο- + -κομείον κατά το νοσοκομείον]

φρενοπάθεια η [frenopáθia] Ο27 : φρενοβλάβεια.

[λόγ. < νλατ. phreno pathia < αρχ. φρέν(ες) -ο- + -pathia = -πάθεια]

φρενοπαθής -ής -ές [frenopaθís] Ε10 : φρενοβλαβής. || (συνήθ. ως ουσ.) ο φρενοβλαβής, θηλ. φρενοβλαβής.

[λόγ. φρενο(πάθεια) -παθής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες