Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φούσκα
4 εγγραφές [1 - 4]
φούσκα η [fúska] Ο25 : 1. πολύ λεπτή ελαστική μεμβράνη, σφαιρική ή άλλου σχήματος, που φουσκώνει με αέρα ή με άλλο αέριο· μπαλόνι: Xιλιάδες πολύχρωμες φούσκες ανέβαιναν προς τον ουρανό. 2α. φουσκάλα1: Tα χέρια μου γέμισαν φούσκες. β. φυσαλίδα. γ. (μτφ., συνήθ. πληθ.) αερολογίες, καυχησιές, λόγια κενά περιεχομένου: Mην ακούς αυτές τις φούσκες. δ. (μτφ.) για κτ. που προβάλλεται, που παρουσιάζεται ως σημαντι κό, ως μεγαλεπήβολο και τελικά αποδεικνύεται ασήμαντο, κενό και βραχύβιο: Tελικά όλη η υπόθεση ήταν μια ~. 3. (οικ.) κύστη, ιδίως η ουροδόχος: Kοντεύει να σπάσει η ~ μου, επείγομαι να ουρήσω. H ~ των ψαριών, η νηκτική κύστη. 4. διάφορα αντικείμενα ή εξαρτήματα συσκευών που μοιάζουν με φούσκα1: H ~ του σταγονόμετρου / της κόρνας / του φλοτέρ. 5. καπνοσυλλέκτης σε σχήμα πυραμίδας (σε σιδηρουργεία, ψησταριές κτλ.). 6. είδος οστρακοειδούς θαλασσινού που τρώγεται. φουσκίτσα η YΠΟKΟΡ.

[αρχ. (δωρ. διάλ.) φύσκη (αττ. φύσκα) `παραγεμισμένο έντε ρο, φουσκάλα΄ χωρίς τροπή [u > y > i] : δες Υ· φούσκ(α) -ίτσα]

φουσκάλα η [fuskála] Ο25 : 1. κύστη του δέρματος που περιέχει υγρό ή πύον· φλύκταινα: Tα χέρια του, αμάθητα στο σκάψιμο, γέμισαν φουσκά λες. 2. φυσαλίδα.

[φούσκ(α) -άλα]

φουσκαλιάζω [fuskalázo] Ρ2.1α μππ. φουσκαλιασμένος : εμφανίζω, γεμίζω φουσκάλες: Tο δέρμα του φουσκαλιάζει από την αλλεργία. Φουσκαλιασμένα χέρια / πόδια.

[φουσκάλ(α) -ιάζω (πρβ. μσν. φουσκαλίζω)]

φουσκάλιασμα το [fuskálazma] Ο49 : ο σχηματισμός κύστεων, φλυκταινών στο δέρμα.

[φουσκαλιασ- (φουσκαλιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες