Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φουσκοθαλασσιά
1 εγγραφή
φουσκοθαλασσιά η [fuskoθalasxá] Ο24 : η ταραγμένη ή ελαφρά κυματώδης κατάσταση της θάλασσας, με ελαφρό, καθόλου ή αντίθετο προς τη φορά των κυμάτων άνεμο.

[φουσκ(ώνω) -ο- + θάλασσ(α) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες