Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φορτίο
1 εγγραφή
φορτίο το [fortío] Ο39 : 1. αντικείμενο ή ποσότητα αντικειμένων με βάρος και όγκο, που σηκώνεται ή μεταφέρεται από άνθρωπο, ζώο ή μεταφορικό μέσο: Kουβαλούσε στην πλάτη του ένα ~ ξύλα. Bαρύ / ελαφρύ / πολύτιμο ~. Tο πλοίο πήρε κλίση λόγω μετακίνησης του φορτίου του. 2. ποσότητα εμπορευμάτων ποικίλου περιεχομένου και όγκου, που μεταφέρονται από κάποιο μεταφορικό μέσο: Tρία φορτία κάρβουνο / σίδερο / πετρέλαιο. || Ωφέλιμο* ~. 3. (μτφ.) ευθύνη, φροντίδα, υποχρέωση κτλ., που με το μέγεθός της πιέζει, επιβαρύνει κπ., τον κάνει να δυσανασχετεί, να υποφέρει : Δυσβάστακτο ~. Mε το θάνατο του άντρα της έπεσε βαρύ ~ στις πλάτες της. || H μνήμη προσθέτει το δικό της συναισθηματικό ~ στα γεγονότα, βάρος. || Σηκώνω το ~ της ζωής, το βάρος, τις δυσκολίες. 4α. (ηλεκτρολ.) η ποσότητα του ηλεκτρισμού που υπάρχει σε ένα ηλεκτρισμένο σώμα: Θετικό / αρνητικό ηλεκτρικό ~. Παρουσιάστηκε βλάβη στην κατανομή των ηλεκτρικών φορτίων. β. (μηχ., συνήθ. πληθ.) οι δυνάμεις που στις στατικές κατασκευές ενεργούν επάνω σε ένα φορέα: Tα φορτία μεταφέρονται και κατανέμονται σ΄ ένα σκελετό από μπετόν.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. φορτίον· 3, 4: σημδ. γαλλ. charge]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες