Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοροφυγάς
1 εγγραφή
φοροφυγάς ο [forofiγás] Ο1 & φοροφυγάδας ο [forofiγáδas] Ο2 : αυτός που έντεχνα (και παράνομα) αποφεύγει την πληρωμή φόρων στο κράτος: Οι φοροφυγάδες θα τιμωρούνται αυστηρά.

[λόγ. φόρ(ος) -ο- + φυγάς μτφρδ. αγγλ. tax evador· λόγ. φοροφυγ(άς) -άδας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες