Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοράδα
1 εγγραφή
φοράδα η [foráδa] Ο26 : 1. το θηλυκό άλογο. ΦΡ χέστηκε η ~ στ΄ αλώνι, δε συνέβη τίποτα σοβαρό, σπουδαίο, δεν είναι τίποτα, είναι ασήμαντο· ΣYN ΦΡ κτ. τρέχει στα γύφτικα. 2. (μειωτ.) για μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα· αλόγα. φοραδίτσα η YΠΟKΟΡ.

[μσν. φοράδα < ελνστ. φοράς, αιτ. -άδα (αρχική σημ.: `θηλ. άλογο για γονιμοποίηση΄) (διαφ. το αρχ. φορβάς `θηλ. άλογο που τρέφεται ελεύθερο΄)· φοράδ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες