Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φοντάν
2 εγγραφές [1 - 2]
φοντάν το [fondán] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) μικρό γλύκισμα για κέρασμα· σοκολατάκι. φοντανάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < γαλλ. fondant]

φοντανιέρα η [fondanéra] Ο25α : σκεύος από γυαλί, πορσελάνη ή από άλλο υλικό, μέσα στο οποίο τοποθετούνται μικρά γλυκίσματα για κέρασμα (σοκολατάκια, παστάκια κτλ.).

[φοντάν -ιέρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες