Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλώρος
1 εγγραφή
φλώρος ο [flóros] Ο18 : 1. μικρό ωδικό πουλί των αγρών. 2. (μτφ.) άτομο, ιδίως νεαρής ηλικίας, με προσεγμένη εμφάνιση, καλομαθημένο και σχετικά μαλθακό· σοκολατόπαιδο.

[μσν. φλώρος < αρχ. χλωρίων, ίσως με επίδρ. του μσνλατ. *florus (πρβ. ιταλ. fiorino `τρυποκάρυδο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες