Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλουρί
1 εγγραφή
φλουρί το [flurí] Ο43 : 1. χρυσό νόμισμα του Bυζαντίου. 2. κάθε παλιό χρυ σό νόμισμα: Ένα σακούλι φλουριά. Έγινε (κίτρινος) σαν (το) ~, χλώμια σε. 3. απομίμηση του φλουριού, το νόμισμα της βασιλόπιτας: Tου έπεσε το ~, του έτυχε το νόμισμα της βασιλόπιτας. 4. κόσμημα από φλουριά ή απομιμήσεις φλουριών: Ο λαιμός της ήταν φορτωμένος στα φλουριά.

[μσν. φλουρί(ον) < φλωρίον ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [l] ) < μσνλατ. flor(enus) -ίον (από το Florentia, λατ. όν. της Φλωρεντίας, δες και στο φιορίνι)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες