Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλοιός
1 εγγραφή
φλοιός ο [fliós] Ο17 : 1. (λόγ.) η φλούδα: Ο ~ των δέντρων / των καρπών. 2. εξωτερικό στρώμα, περίβλημα, περικάλυμμα: Ο ~ της γης, το στερεό περίβλημα της γήινης σφαίρας. Ο ~ του εγκεφάλου, το επιφανειακό στρώ μα του εγκέφαλου και της παρεγκεφαλίδας.

[λόγ.: 1: αρχ. φλοιός· 2: σημδ. γαλλ. croûte]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες