Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλογέρα
1 εγγραφή
φλογέρα η [flojéra] Ο25 : I. πνευστό μουσικό όργανο με κοίλο, κυλινδρικό σχήμα, ανοιχτό στα δύο άκρα του και με τρύπες κατά μήκος του· (πρβ. σουραύλι): Ο τσομπάνης έπαιζε τη ~ του. II. είδος γλυκού με γέμιση, που το σχήμα του μοιάζει, κατά προσέγγιση, με φλογέρα.

[αλβ. flojer(ë) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες