Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φληνάφημα
1 εγγραφή
φληνάφημα το [flináfima] Ο49 : (λόγ.) φλύαρος και ανόητος λόγος· μωρολογία: Δεν απαντώ στα φληναφήματα των αντιπάλων μου.

[λόγ. < αρχ. φληνάφημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες