Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φισέκι
1 εγγραφή
φισέκι το [fiséki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. φυσίγγιο: Tα φισέκια τους τέλειωσαν γρήγορα. 2. (μτφ.) για άνθρωπο εύστροφο και γρήγορο.

[τουρκ. fişek ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες