Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλεύω
1 εγγραφή
φιλεύω [filévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) 1. προσφέρω σε κπ. κτ.: α. ως κέρασμα· τρατάρω: Πάντοτε μας φίλευε κάτι, γλυκό ή φρούτο. β. ως φιλοδώρημα: Kάνε μου αυτήν τη δουλειά κι εγώ θα σε φιλέψω. 2. προσφέρω σε κπ. με φιλική διάθεση φαγώσιμα ή ποτά, κάνω το τραπέζι σε κπ.: Mας φίλεψαν αρ νί της σούβλας και κρασί.

[μσν. *φιλεύω (πρβ. μσν. φιλεύγω) < φίλ(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες