Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φετι
6 εγγραφές [1 - 6]
φετινός -ή -ό [fetinós] & εφετινός -ή -ό [efetinós] Ε1 : που αναφέρεται στο τρέχον, στο παρόν έτος: Tο φετινό καλοκαίρι είναι πολύ ζεστό. H φετινή σοδιά του σιταριού ήταν πολύ καλή. Ο ~ χρόνος είναι δίσεκτος. || Tο φόρεμά μου είναι φετινό, το αγόρασα φέτος.

[μσν. φετινός < ελνστ. ἐφετινός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το εφέτος > φέτος· λόγ. < ελνστ. ἐφετινός]

φετίχ το [fetíx] Ο (άκλ.) : 1. αντικείμενο θρησκευτικής λατρείας των πρωτόγονων λαών, στο οποίο αποδίδονται υπερφυσικές δυνάμεις και ιδιότητες: Tο φυλαχτό εκπληρώνει μια μαγική λειτουργία παρόμοια με αυτήν του ~ των πρωτόγονων πολιτισμών. 2. καθετί στο οποίο αποδίδεται μια υπερβολική σημασία, που ξεπερνάει την πραγματική αξία του, τις πραγματικές του ιδιότητες: Kάνω κτ. ~. Tο ~ του είναι το χρήμα. 3. (ψυχ.) αντικείμενο που διεγείρει σεξουαλικά το φετιχιστή: ~ του είναι τα μαύρα εσώρουχα.

[λόγ. < γαλλ. fétiche (ορθογρ. δαν.)]

φετιχικός -ή -ό [fetixikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φετίχ.

[λόγ. φετίχ -ικός]

φετιχισμός ο [fetixizmós] Ο17 : 1. η λατρεία του φετίχ, η πίστη στις μαγικές δυνάμεις του: Ο ~ εκφράζει την ανάγκη προστασίας του ανθρώπου μπροστά στις μυστηριώδεις δυνάμεις της φύσης. 2. η υπερβολική σημασία που αποδίδεται σε ένα αντικείμενο και η οποία υπερβαίνει την πραγματική αξία του, τις πραγματικές του ιδιότητες: Ο ~ του χρήματος / της μόδας / της κουλτούρας. 3. (ψυχολ.) γενετήσια ιδιορρυθμία, κατά την οποία οι φετιχιστές διεγείρονται ή ικανοποιούνται σεξουαλικά με αντικείμενα που ανήκουν στα πρόσωπα που λατρεύουν ή επιθυμούν ερωτικά.

[λόγ. < γαλλ. fétichisme (ορθογρ. δαν.) (-isme = -ισμός)]

φετιχιστής ο [fetixistís] Ο7 θηλ. φετιχίστρια [fetixístria] Ο27 : 1. αυτός που πιστεύει στις μαγικές δυνάμεις του φετίχ, που λατρεύει το φετίχ: Οι πρωτόγονοι λαοί ήταν κατεξοχήν φετιχιστές. 2. αυτός που αποδίδει σε αντικείμενα ή σε έννοιες υπερβολική σημασία, που ξεπερνάει την πραγματική αξία τους, τις πραγματικές τους ιδιότητες: ~ του χρήματος / της μόδας. 3. (ψυχολ.) αυτός που έχει την ιδιορρυθμία να διεγείρεται ή και να ικανοποιείται σεξουαλικά με αντικείμενα που ανήκουν στο πρόσωπο που λατρεύει ή επιθυμεί ερωτικά.

[λόγ. < γαλλ. fétichiste (ορθογρ. δαν.) (-iste = -ιστής)· λόγ. φετιχισ(τής) -τρια]

φετιχιστικός -ή -ό [fetixistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φετιχισμό ή στο φετιχιστή: Φετιχιστικές θρησκείες. Tα φυλαχτά είναι επιβιώσεις φετιχιστικών αντιλήψεων.

[λόγ. φετιχιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες