Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φεγγρίζω
1 εγγραφή
φεγγρίζω [fegrízo] Ρ2.1α : φεγγίζω2.

[< φεγγαρίζω < φεγγάρ(ι) -ίζω (αποβ. του [a] ίσως από επίδρ. του φεγγίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες