Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φεγγρίζω [fegrízo] Ρ2.1α : φεγγίζω2.
[< φεγγαρίζω < φεγγάρ(ι) -ίζω (αποβ. του [a] ίσως από επίδρ. του φεγγίζω)]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[< φεγγαρίζω < φεγγάρ(ι) -ίζω (αποβ. του [a] ίσως από επίδρ. του φεγγίζω)]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |