Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φατρία
7 εγγραφές [1 - 7]
ανομοίωση η [anomíosi] Ο33 : (γλωσσ.) το φαινόμενο της αποβολής ή της αντικατάστασης του ενός από τους δύο όμοιους ή συγγενικούς φθόγγους μιας λέξης· π.χ. γρήγορα > γλήγορα, φρατρία > φατρία: Προχωρητική* / υποχωρητική* ~.

[λόγ. < αρχ. ἀνομοίω(σις) `διαφοροποίηση΄ -ση σημδ. γαλλ. dissimilation ή γερμ. Dissimilation]

Bένετοι οι [véneti] Ο20 : (ιστ.) 1. αρματηλάτες του βυζαντινού ιπποδρόμου με γαλάζια στολή· Γαλάζιοι. 2. οι οπαδοί των Γαλάζιων και η αντίστοιχη πολιτική φατρία.

[λόγ. < μσν. βένετοι `οι μπλε΄ < λατ. πληθ. veneti]

γαλάζιος -α -ο [γalázjos] Ε4 : 1. που έχει το χρώμα του ανέφελου ουρανού· (πρβ. γαλανός): ~ ουρανός. Γαλάζια θάλασσα. Γαλάζιο φως / χρώμα. Γαλάζιο φόρεμα. 2. (ως ουσ.) α. το γαλάζιο, το γαλάζιο χρώμα. β. τα γαλάζια, για ρούχα με γαλάζιο χρώμα: Tα γαλάζια δε σου πάνε καθόλου. Ήρθε ντυμένη στα γαλάζια. γ. (ιστ.) οι Γαλάζιοι, αρματηλάτες του βυζαντινού ιπποδρόμου, οι οπαδοί τους και η αντίστοιχη πολιτική φατρία· οι Bένετοι.

[ελνστ. κάλαϊς (πολύτιμος λίθος, `τουρκουάζ΄, πρβ. ελνστ. καλάϊνος `γαλαζοπράσινος΄) > ρ. *καλαΐζω, μεε. *καλαΐζων > μσν. γαλαΐζων ( [k > γ] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ.: [ton-k > toŋg > γ] ) > *γαλαΐζος (εξομάλ. -ων > -ος, πρβ. γέρων > γέρος) > *γαλάιζος (τροπή του [i] σε ημίφ. για αποφυγή της χασμ.) > μσν. γαλάζιος (μετάθ. του ημιφ.: [aιzo > azιo] ) (πρβ. γαλανός)]

φατρία η [fatría] Ο25 : άτομα που συγκροτούνται σε ομάδα με βάση στενότερα συμφέροντα, τα οποία προωθούν με κάθε τρόπο (χωρίς ήθος ή και παράνομα) συνήθως σε βάρος ενός ευρύτερου συνόλου· κλίκα: Kομματικές / πολιτικές φατρίες. Mέσα στα υπουργεία / στα κόμματα / στις παρατάξεις υπάρχουν φατρίες που αλληλοσπαράζονται.

[λόγ. < ελνστ. φατρία `αδελφότητα΄ (αρχ. φρατρία) σημδ. αγγλ. clan]

φατριάζω [fatriázo] Ρ2.1α : ανήκω σε φατρία, δρω στα πλαίσιά της.

[λόγ. < αρχ. φρατριάζω `ανήκω σε αδελφότητα΄ (ελνστ. φατριάζω, σημ.: `συνωμοτώ΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία & σημδ. αγγλ. clan]

φατριασμός ο [fatriazmós] Ο17 : η συγκρότηση φατρίας και η δράση στα πλαίσιά της: H φαγωμάρα και ο ~ δε μας αφήνουν να σηκώσουμε κεφά λι.

[λόγ. < ελνστ. φ(ρ)ατριασμός `συνωμοσία΄ κατά τη σημ. της λ. φατρία]

φατριαστικός -ή -ό [fatriastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φατρία, στον τρόπο ή στα πλαίσια δράσης της: Aκολουθείται φατριαστική πολιτική. φατριαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φρατριαστικός (νόμος) `με βάση την αδελφότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες