Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φατρία
4 εγγραφές [1 - 4]
φατρία η [fatría] Ο25 : άτομα που συγκροτούνται σε ομάδα με βάση στενότερα συμφέροντα, τα οποία προωθούν με κάθε τρόπο (χωρίς ήθος ή και παράνομα) συνήθως σε βάρος ενός ευρύτερου συνόλου· κλίκα: Kομματικές / πολιτικές φατρίες. Mέσα στα υπουργεία / στα κόμματα / στις παρατάξεις υπάρχουν φατρίες που αλληλοσπαράζονται.

[λόγ. < ελνστ. φατρία `αδελφότητα΄ (αρχ. φρατρία) σημδ. αγγλ. clan]

φατριάζω [fatriázo] Ρ2.1α : ανήκω σε φατρία, δρω στα πλαίσιά της.

[λόγ. < αρχ. φρατριάζω `ανήκω σε αδελφότητα΄ (ελνστ. φατριάζω, σημ.: `συνωμοτώ΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία & σημδ. αγγλ. clan]

φατριασμός ο [fatriazmós] Ο17 : η συγκρότηση φατρίας και η δράση στα πλαίσιά της: H φαγωμάρα και ο ~ δε μας αφήνουν να σηκώσουμε κεφά λι.

[λόγ. < ελνστ. φ(ρ)ατριασμός `συνωμοσία΄ κατά τη σημ. της λ. φατρία]

φατριαστικός -ή -ό [fatriastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φατρία, στον τρόπο ή στα πλαίσια δράσης της: Aκολουθείται φατριαστική πολιτική. φατριαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φρατριαστικός (νόμος) `με βάση την αδελφότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες