Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανοστάτης
1 εγγραφή
φανοστάτης ο [fanostátis] Ο10 : στύλος με φωτιστικό σώμα (φανάρι) για το φωτισμό δημόσιων κυρίως χώρων.

[λόγ. φαν(ός) -ο- + -στάτης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες