Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φακα
1 εγγραφή
φάκα η [fáka] Ο25 : η ποντικοπαγίδα, ιδίως αυτή που μοιάζει με μικρό κλουβί, μέσα στο οποίο παγιδεύεται ζωντανό το ποντίκι. ΦΡ πιάστηκε (σαν τον ποντικό) στη ~: α. παγιδεύτηκε (χωρίς δυνατότητα διαφυγής). β. πιάστηκε επ΄ αυτοφώρω, αποκαλύφτηκε, ενώ σχεδίαζε ή πραγματοποιούσε κτ. κακό.

[τουρκ. fak θηλ. κατά το παγίδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες