Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαεινός
1 εγγραφή
φαεινός -ή -ό [fainós] Ε1 : (λόγ.) που είναι γεμάτος φως, λαμπρός, ακτινοβόλος, φωτεινός (μόνο σε μτφ. χρήση): Φαεινή ιδέα, λαμπρή, έξοχη και ξαφνική ιδέα που δίνει λύση, διέξοδο: Tου ήρθε μια φαεινή ιδέα. ΦΡ ηλίου φαεινότερον, για κτ. ολοφάνερο· ΣYN ΦΡ φως φανάρι. || (προφ., ως ουσ.) η φαεινή, η φαεινή ιδέα: Kατεβάζει κάτι φαεινές!

[λόγ. < αρχ. φαεινός (κυριολ.) & σημδ. αγγλ.(;) bright]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες