Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαβοριτισμός
1 εγγραφή
φαβοριτισμός ο [favoritizmós] Ο17 : η ευνοιοκρατία: Στις προσλήψεις του δημοσίου επικράτησε ο ~ σε βάρος της αξιοκρατίας.

[λόγ. < γαλλ. favoritisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες