Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαβορίτα
1 εγγραφή
φαβορίτα η [favoríta] Ο25 : τμήμα του γενιού ως προέκταση των μαλλιών πάνω από τα μάγουλα και μπροστά από τα αυτιά, σε μήκος και φάρδος που ποικίλλει: Οι φαβορίτες επανέρχονται κατά καιρούς στη μόδα.

[βεν. favorit(e) (πληθ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες