Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φίλη
6 εγγραφές [1 - 6]
φιληδονία η [filiδonía] Ο25 : η αγάπη, η ροπή προς τις ηδονές.

[λόγ. < αρχ. φιληδονία]

φιλήδονος -η -ο [filíδonos] Ε5 : 1. που αγαπάει τις σαρκικές ηδονές, που ρέπει προς αυτές: Φιλήδονη γυναίκα. 2. που εκφράζει, που δείχνει την αγά πη, τη ροπή προς την ηδονή: Φιλήδονα χείλη.

[λόγ. < ελνστ. φιλήδονος]

φίλημα το [fílima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιλώ· φιλί: Tο ~ του χεριού / της εικόνας. (έκφρ.) είναι για ~, για πρόσωπο ή πράγμα εξαιρετικά ωραίο, αξιαγάπητο κτλ. που προκαλεί τη διάθεση να το φιλήσει κανείς.

[αρχ. φίλημα]

φιλήσυχος -η -ο [filísixos] Ε5 : που του αρέσει η ησυχία, που αποφεύγει τις εντάσεις και τις τριβές με το περιβάλλον του: Είναι φιλήσυχο ανθρωπάκι. || που αποφεύγει τις τριβές με την εξουσία, που υπακούει στους νόμους και στις εντολές της, νομοταγής: ~ πολίτης. φιλήσυχα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φιλήσυχος]

φίλος ο [fílos] Ο18 θηλ. φίλη [fíli] Ο30 γεν. πληθ. φίλων : 1. άτομο με το οποίο αναπτύσσει κάποιος μια (στενή) κοινωνική σχέση, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία αγάπη, συμπάθεια, εκτίμηση: Στενός / αδελφικός / πιστός / επιστήθιος / καρδιακός / παιδικός / οικογενειακός ~. (ειρ.) Άσπονδος ~. Είναι αχώριστες φίλες. Έγιναν φίλοι στο στρατό. Mας έκανε το φίλο. Είναι η καλύτερή μου φίλη. Ήρθα σαν ~. Ο βουλευτής θα δεχτεί τους πολιτικούς του φίλους στο γραφείο του. (γνωμ.) αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του. όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς*. ΠAΡ Πες μου ποιος είναι ο ~ σου να σου πω ποιος είσαι, ο καθένας διαμορφώνεται, επηρεάζεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ο ~ στην ανάγκη* φαίνεται. ΠAΡ έκφρ. οι καλοί λογαριασμοί* κάνουν τους καλούς φίλους. ΠAΡ ΦΡ από μπρος κάνει το φίλο κι από πίσω* το σκύλο. || (μτφ.): Tο βιβλίο είναι ο καλύτερος ~. || για άτομο που είναι άγνωστο ή που δεν ξέρουμε το όνομά του: Ο ~ από δω θα μας εξηγήσει. || η κλητική φίλε!, ως προσφώνηση, κυρίως για άτομα άγνωστα (συχνά αντί του κύριε!): Φίλε, πάρε το αυτοκίνητό σου, γιατί εμποδίζει. 2. ερωτικός σύντροφος, εραστής, ερωμένος: Ήρθε με το φίλο της / με τη φίλη του. Kουβάλησε το φίλο της στο σπίτι. 3. αυτός που του αρέσει ιδιαίτερα κτ., που ενδιαφέρεται ή ασχολείται συστηματικά με αυτό (στο επίπεδο κυρ. των συμπεριφορών, των δραστηριοτήτων κτλ.): ~ της τάξης / της αλήθειας / του ποτού / του (καλού) φαγητού / των σπορ / του ποδοσφαίρου / του κινηματογράφου / του θεάτρου. Όμιλος φίλων θαλάσσης. φιλαράκος ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. φιλαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. φίλος· αρχ. φίλη· φίλ(ος) -αράκος, -αράκι]

φίλος -η -ο [fílos] Ε3 : (για πρόσ.) που συνδεόμαστε μαζί του (κοινωνικά, συναισθηματικά, πολιτικά κτλ.) με σχέσεις συμπάθειας, εκτίμησης, οικειότητας κτλ.: Φίλοι ακροατές και φίλες ακροάτριες. Φίλε αναγνώστη. || H Bουλγαρία είναι γειτονική και φίλη χώρα.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. φίλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες