Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάρα
6 εγγραφές [1 - 6]
φάρα η [fára] Ο25α : 1. μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο, ομάδα, κοινωνικό στρώμα ή επαγγελματική τάξη: Άτιμη ~ αυτός ο άνθρωπος. H ~ των δικηγόρων / των γιατρών / των εργολάβων / των παπάδων. 2. (παρωχ.) ευρεία οικογένεια, σόι, γένος. || (υβρ.): Γαμώ τη ~ σου!, το σόι σου.

[αλβ. fara `ο σπόρος΄ (θηλ. πληθ. που θεωρήθηκε εν.)]

φαράγγι το [farángi] Ο44 : βαθύ ρήγμα μεταξύ βουνών, απόκρημνη χαράδρα: Tο ~ της Σαμαριάς στην Kρήτη είναι από τα ομορφότερα της Ευρώπης.

[μσν. φαράγγιν < *φαράγγιον υποκορ. του αρχ. φάραγξ ἡ]

φαράντ το [farád] Ο (άκλ.) : μονάδα μέτρησης της ηλεκτρικής χωρητικότητας.

[λόγ. < γαλλ. farad < αγγλ. farad σύντμ. του ον. του Άγγλου φυσικού Faraday]

φαράσι το [farási] Ο44 : είδος μεταλλικού ή πλαστικού φτυαριού, με κοντή συνήθ. λαβή και με πλαϊνά τοιχώματα, για το μάζεμα σκουπιδιών: Πάρε σκούπα και ~ και μάζεψε τα γυαλιά απ΄ το πάτωμα.

[τουρκ. faraş ]

φαραώ ο [faraó] Ο (άκλ.) : I. τίτλος των ηγεμόνων (βασιλιάδων) της αρχαίας Aιγύπτου: ~ Ραμσής / Σέσωστρις. Οι τάφοι / οι πυραμίδες των ~. || Οι δέκα πληγές* του Φαραώ. || Mούμια* του Φαραώ. II. είδος τυχερού παιχνιδιού που παίζεται με τράπουλα.

[λόγ.: I: ελνστ. Φαραώ (αιγυπτ. προέλ. μέσω των εβρ.)· ΙΙ: σημδ. γαλλ. pharaon (στη νέα σημ.) < υστλατ. Ρharaon < ελνστ. Φαραώ]

φαραωνικός -ή -ό [faraonikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους φαραώ: Φαραωνικές δυναστείες. ~ τάφος.

[λόγ. < γαλλ. pharaonique < Ρharaon = Φαραώ (-ique = -ικός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες