Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάουλ
1 εγγραφή
φάουλ το [fául] Ο (άκλ.) : 1. (αθλ.) αντικανονική ενέργεια παίκτη σε ομαδικά παιχνίδια (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, πόλο κτλ.), που επισύρει ποινή για τον ίδιο τον παίκτη ή και την ομάδα: Aμυντικό / επιθετικό / επικίνδυνο ~. Kάνω / κερδίζω / εκτελώ / δίνω / σφυρίζω ~. 2. (μτφ., προφ.) για άστοχη, λαθεμένη ενέργεια: Kάνω ~, κάνω λάθος. || (για πρόσ.): Είμαι ~, κάνω κάποια άστοχη ενέργεια.

[αγγλ. foul]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες